τυφωνιακός

τυφωνιακός
-ή, -όν, Α
βλ. τυφωνικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τυφωνικός — ή, ό / τυφωνικός, ή, όν, ΝΜΑ, και τυφωνιακός Α [τυφῶν, ῶνος] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τυφώνα, στον τροπικό κυκλώνα 2. φρ. «τυφωνικό κύμα» (μετεωρ.) μεγάλου ύψους κύμα που δημιουργείται από τον τυφώνα καθώς αυτός κινείται προς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”